- αἱμοχαρές
- αἱμοχαρήςmasc/fem voc sgαἱμοχαρήςneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μιαιφονία — η (ΑΜ μιαιφονία) [μιαιφόνος] 1. η πράξη τού μιαιφόνου, μιαρός φόνος 2. μόλυνση τών χεριών που οφείλεται σε μιαρό φόνο αρχ. 1. ενοχή από μιαρό φόνο 2. αιμοδιψία, το αιμοχαρές … Dictionary of Greek